Παρθενώνας

Ο ναός που οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στην προστάτιδα της πόλης τους, Αθηνά Παρθένο, είναι το λαμπρότερο δημιούργημα της αθηναϊκής δημοκρατίας στην περίοδο της μεγάλης ακμής της και το αρτιότερο ως προς τη σύνθεση και την εκτέλεση από τα οικοδομήματα του Ιερού Βράχου. Κτίσθηκε κατά τα έτη 447-438 π.Χ., στο πλαίσιο του ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη με πρωτοβουλία του Περικλή, και πάνω στη θέση παλαιότερων ναών αφιερωμένων στην Αθηνά. Ο Περίκλειος Παρθενών (Παρθενών ΙΙΙ) διαδέχθηκε έναν προηγούμενο ναό, το μαρμάρινο Προπαρθενώνα (Παρθενών ΙΙ), που άρχισε να κτίζεται μετά τη νίκη στο Μαραθώνα, περίπου το 490 π.Χ., αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε το 480 π.Χ. από τους Πέρσες. Αυτός με τη σειρά του είχε οικοδομηθεί στη θέση παλαιοτέρου ναού, του πρωταρχικού Παρθενώνα (Παρθενών Ι), που κτίσθηκε γύρω στο 570 π.Χ. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το μαρμάρινο Παρθενώνα των χρόνων του Περικλή, σχεδιασμένο από τον Ικτίνο με συνεργάτη τον Καλλικράτη. Την ευθύνη του γλυπτού διακόσμου και του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς, που βρισκόταν στο εσωτερικό του, καθώς και όλου του οικοδομικού προγράμματος του ναού, είχε ο διάσημος γλύπτης Φειδίας.

Iknow...

...κλείσε την ελληνική τηλεόραση...σταμάτα να μπαίνεις στο Facebook για να κρυφοκοιτάς τις ζωές των άλλων...ζήσε την στιγμή ... δέν χρειάζεται να την τραβήξεις σε βίντεο, να την ανεβάσεις στο internet για να επιβεβαιώθείς από τους δικτυακούς φίλους σου ότι πράγματι ζείς...σταμάτα επιτέλους να αναπαράγεις τις δήθεν ειδήσεις και μπουρδολογίες που ξεκινούν από το πληκτρολόγιο του κάθε μαλάκα και στρατευμένου στο ιντερνετ...μήν δέχεσαι την άποψη του κάθε τυχάρπαστου περαστικού και ότι γράφει στο twitter σαν είδηση...μην δέχεσαι να στο επιβάλει ο ο 30φυλλόπουλος ή ο κάθε Ευαγγελάτος αυτό... βγές από αυτό το blog τώρα...επιλεκτική αναπαραγωγή άρθρων κάνει... και επιτέλους ξεκίνα να διαβάζεις και κανένα βιβλίο...κατά προτίμηση όχι άρλεκιν ή μυθιστόρημα που βασίστηκε η τελευταία ταινία του κατα τα άλλα συμπαθή Batman...Μιά οθόνη μας κλείνει τον ορίζοντα, παίρνει δωρεάν τον χρόνο μας και τον πουλάει σε διαφημιστές...χωρίς να μας δίνει ποσοστό...Η ζωή μας έχει ναυαγήσει σε Ξενόφερτα προσωπεία... και εμείς σαν Έλληνες ζούμε τον 'ομαδικό μας ναρκισσισμό'...περιμένοντας με αγωνία και διάχυτο μαζοχισμό τα βραδυνά δελτία ειδήσεων για να δούμε τί σκέφτονται οι ξένοι για εμάς και με ποιό νέο τρόπο θα μας προσβάλλουν για άλλη μια φορά οι 'κουτόφραγκοι'...

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831(Ιουλιανό)στο Νάυπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. (Έργο του Χαράλαμπου Παχή β ήμιση 19ου αιώνα)

Κνωσός

To σημαντικότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, αναπτύσσεται πάνω στο ύψωμα της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια και βρίσκεται 5 χιλ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Δίπλα της ρέει ο ποταμός Καίρατος (ο σημερινός Κατσαμπάς). Σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο (ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα. Οδύσσεια, τ 178-9), στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000 - 1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πολυπληθέστερο κέντρο της Κρήτης. Και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή. Η πόλη της Kνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η νεολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται οι ίδιοι παραγωγοί (γεωργοί και κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000 - 2.000 κατοίκους.

Μέγας Αλέξανδρος κατά Δαρείου στη μάχη της Ισσού 333 π.χ.

Η Μάχη της Ισσού, ψηφιδωτό, ρωμαϊκό αντίγραφο Ελληνικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ(Μουσείο Νάπολης).

21/11/10

Γορτύνιος Κώδικας


Γορτύνιος Κώδικας

Ο Γορτύνιος Κώδικας είναι η αρχαιότερη σήμερα γνωστή νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Χώρου. Χρονολογείται στο πρώτο ήμισυ του 5ου αι. π.Χ. και βρίσκεται χαραγμένος στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας στην Κρήτη.

Την δεκαετία του 1880 οι Ιταλοί αρχαιολόγοι Φεντερίκο Χάλμπχερ και Έρνστ Φαμπρίτσιους ανακάλυψαν κατά την διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών την επιγραφή.
Η επιγραφή είναι χαραγμένη πάνω σε 42 συνεχόμενες πέτρες που είναι τμήμα τοίχου ενός αρχαίου δημόσιου κτηρίου στην Αγορά της αρχαίας πόλης. Το κτίριο αυτό, την ρωμαϊκή εποχή ενσωματώθηκε στο κτίριο του ωδείου.
Το κείμενο είναι σε αρχαία δωρική διάλεκτο και διαιρείται σε δώδεκα στήλες των οποίων το μήκος κυμαίνεται μεταξύ 53 και 55 γραμμών. Η φορά της γραφής είναι βουστροφηδόν, αλλάζει δηλαδή με κάθε σειρά και διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά και αντιθέτως. Το αλφάβητο της γραφής είναι ακόμα ελλιπές, αφού δεν συναντώνται τα γράμματα φι, χι, ψι, ζήτα, ήτα και ωμέγα.

Το περιεχόμενο του κώδικα

Πρόκειται για καταγραφή παλαιότερων νόμων. Μερικά παραδείγματα είναι:
Οικογενειακό δίκαιο: υιοθεσία, νομική θέση της γυναίκας και της χήρας, νομική θέση των παιδιών που γεννιούνται μετά από χωρισμό, νομική θέση παιδιών από γάμο μεταξύ ελεύθερων και σκλάβων ή αλλοδαπών
Κληρονομικό δίκαιο: η λεγόμενη επίκληρος
Εμπορικό δίκαιο: Συμβόλαιο αγοράς, κατάσχεση, ιδιοκτησία των σκλάβων και των παιδιών τους.
Ωδείο Γορτύνας


Βιβλιογραφία

Josef Kohler/E. Ziebarth, Das Stadtrecht von Gortyn und seine Beziehungen zum gemeingriechischen Rechte (Göttingen, 1912) ISBN 3-8067-0097-4
Johannes u. Theodor Baunack, Die Inschrift von Gortyn, 1972 380-67009-8-2
Franz Bücheler/Ernst Zitelmann, Das Recht von Gortyn Scientia Verlag (1960)
Ewald Weiss, Die große Inschrift von Gortyn und ihre Bestimmungen über Selbsthilfe und Prozess (1948), in: E. Berneker (Hg), Zur griechischen Rechtsgeschichte 315 ff (1968).
Rainer R. Metzger, Untersuchungen zum Haftungs- und Vermögensrecht von Gortyn Verlag Schwabe, Basel (1973) ISBN 3-7965-1681-5
Adonis Vasilakis, Die große Inschrift des Gesetzeskodex von Gortyn. Verlag MYSTIS, Heraklion 2005 ISBN 960-88534-2-7
Link, St., „Wenn die einen teilen wollen, die anderen aber nicht…: zum Grossen Gesetz von Gortyn, col. 5, 28-54“ Göttinger Forum für Altertumswissenschaft 7 (2004)

21/10/10

Αναγκαστικός εποικισμός της Κωνσταντινούπολης

Κωνσταντινούπολη 1450

Κατά την περίοδο της επέκτασης του οθωμανικού κράτους, οι σουλτάνοι εφάρμοζαν συστηματικά την πολιτική των εποικισμών με στόχο την επιτυχή ενσωμάτωση των νεοκατακτημένων περιοχών στις κρατικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εποικισμοί αυτοί αφορούσαν αφενός την εγκατάσταση μουσουλμανικού πληθυσμού σε μια νεοκατακτηθείσα περιοχή και αφετέρου την απομάκρυνση και το διασκορπισμό μέρους του εντόπιου πληθυσμού σε άλλες περιοχές – στόχος ήταν η διάσπαση της ενότητας και του συμπαγούς χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, που σε μια πρόσφατα κατακτηθείσα περιοχή δε θα ενέπνεε ασφάλεια ως προς τη νομιμοφροσύνη του. Εκτός αυτών, οι μετακινήσεις πληθυσμού αποσκοπούσαν και στην πληθυσμιακή αναζωογόνηση πόλεω

7/10/10

Ναύπλιον – Ετυμολογία του Ονόματος



Α΄ Ονοματολογικά.
 Η ονομασία της πόλεως κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν Ναυπλία και απαντάται στην αρχαία Γραμματεία κατά πρώτον στον Ηρόδοτο στη φράση «Ναυπλίη χώρη». Γράφει ο Ηρόδοτος: «Μετά δε ταύτα εξαναχωρήσας (ο Κλεομένης) την στρατίην κατήγαγε ες Θυρέην, σφραγησάμενος δε τη θαλάσση ταύρον πλοίοισι σφέας ήγαγεν ες τε την Τιρυνθίην χώρην και Ναυπλίην = Μετά από αυτά, έφυγε ο Κλεομένης και οδήγησε τον στρατόν του στην Θυρέα κι αφού απέκλεισε την θάλασσα με πλοία μετέφερε τους δικούς του στην περιοχή της Τίρυνθας και της Ναυπλίας» (VI 76).

Η αρχαία Ναυπλία, περίπου 1840.
Τύπος ονόματος na-u-pi-ri-jo στη Γραμμική Γραφή Β ταυτίζεται από ορισμένους γλωσσολόγους με το όνομα Ναύπλιος. Γενικότερη όμως παραδοχή της εκτιμήσεως αυτής δεν υπάρχει στους ειδικούς. Ίσως νεώτερες πινακίδες, πού κατά καιρούς ανευρίσκονται, να λύσουν το πρόβλημα. Έτσι παραμένομε στον Ηρόδοτο, ως πρώτη μνεία του ονόματος.

Το εθνικό όνομα, αυτό δηλαδή πού δηλώνει τον κάτοικο της πόλεως, το συναντούμε μεταγενεστέρως στον Στράβωνα (VIII, p. 374) και έχει τον τύπο Ναυπλιεύς / Ναυπλιείς.

Το κτητικό επίθετο έχει τους τύπους Ναύπλιος και Ναυπλίειος και απαντάται συχνά στον Ευριπίδη. Λέγει ο αρχαίος τραγωδός: Ναυπλίη χθών = γη του Ναυπλίου (Ορέστης, σ. 369), Ναύπλιοι λιμένες = λιμάνια του Ναυπλίου (Ελένη, σ. 453), Ναύπλιαι ακταί (Ελέ­νη, σ. 1586) και Ναυπλίειος λιμήν (Ορέστης, σ. 54). Η πόλις με τα ονόματα Ναύπλιον και Ανάπλιον-Ανάπλιν – Ανάπλι εμφανίζεται κατά πρώτον στα υστεροβυζαντινά χρόνια:

Συγκεκριμένα το όνομα Ναύπλιον αναφέρεται κατά πρώτον από τον Βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό, πού έγραψε γύρω στα 1100 μ.Χ., στο έργο του Σύνοψις Ιστοριών:

21/8/10

Αρχαία Τίρυνθα


Τα «κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας σηματοδοτούν μεγαλόπρεπα ένα χώρο που κατοικήθηκε αδιάλειπτα για πολλούς αιώνες στην αρχαιότητα. Είκοσι περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Μυκηνών, σ’ ένα χαμηλό λόφο με δύο εξάρματα, μόλις 26 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, η αρχαία Τίρυνθα είναι μία φυσικά οχυρή θέση και ελέγχει μια μεγάλη έκταση της πεδιάδας καθώς και σημαντικές διαβάσεις προς το Άργος και τις Μυκήνες, το Ναύπλιο και την Επίδαυρο. Τα τείχη της που κατασκευάστηκαν από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα το θαυμασμό και την απορία. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος πως τα έκτισαν οι Κύκλωπες, γίγαντες από τη Λυκία, για χάρη του ιδρυτή της Τίρυνθας, Αργείου πρίγκιπα Προίτου.
Οι έρευνες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, από το 1876 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως μια από τις σημαντικότερες μυκηναϊκές ακροπόλεις και ιχνηλάτησαν τα στάδια του πολιτισμού των προϊστορικών και ιστορικών περιόδων της Αργολίδας. Μετά τους πρωτεργάτες Heinrich Schliemann και Wilhelm Dörpfeld (1884-1885), το χώρο ερεύνησαν στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα οι Georg Karo και Kurt Müller. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αργολίδος Νικόλαος Βερδελής ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης της δυτικής πλευράς της οχύρωσης που είχε καταρρεύσει και σκεπαστεί από τα μπάζα των παλαιών ανασκαφών. Μετά το 1967 οι ανασκαφές ανατίθενται και πάλι στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο υπό τη Διεύθυνση των Ulf Jantzen, Jörg Schäfer, Klaus Kilian και Joseph Maran συνεχίζει τις έρευνες συμπεριλαμβάνοντας την Κάτω Ακρόπολη και την Κάτω Πόλη. Τα συμπεράσματα των ανασκαφών αυτών αφήνουν να διαγραφεί μια σαφής εικόνα της εξέλιξης της αρχαίας Τίρυνθας. 


Η Τίρυνθα κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεολιθική εποχή (7η-4η χιλιετία π.Χ.), όπως μαρτυρούν τα λιγοστά κεραμικά ευρήματα που προήλθαν από τα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα, και παρέμεινε αδιάλειπτα σε χρήση μέχρι την εποχή που ιδρύθηκε η επιβλητική της οχύρωση.
Τα αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα χρονολογούνται στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.). Μεγάλα συγκροτήματα οικιών προσαρμόζονται πάνω στις πλαγιές του λόφου και οργανώνονται γύρω από ένα τεράστιο κυκλικό οικοδόμημα (διαμέτρου 27-28 μ.) στην κορυφή του νότιου εξάρματός του, την Άνω Ακρόπολη. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη χρήση του (οχυρωμένο ανάκτορο, μνημειώδες ταφικό κτίσμα ή ιερό), το κυκλικό οικοδόμημα είναι δυνατόν να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της οργάνωσης του πρώτου αστικού συστήματος ως ένας χώρος που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο και είχε προσαρμοσθεί μορφολογικά στο συγκεκριμένο γεωλογικό υπόβαθρο.
Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1600 π.Χ.) πραγματοποιούνται επιχωματώσεις και κατασκευές ανδήρων στην Άνω Ακρόπολη με στόχο τη διαμόρφωση επίπεδων επιφανειών για την ανέγερση των κτιρίων. Παρά τις δυσκολίες στη διερεύνηση των λειψάνων αυτής της εποχής λόγω της μεταγενέστερης οικοδομικής δραστηριότητας, η κατοίκηση του χώρου θεωρείται βέβαια. Η μεγάλη ακμή ωστόσο της Τίρυνθας συνδέεται με την Μυκηναϊκή εποχή (1600-1050 π.Χ.). Τον 14ο αι. π.Χ., κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο, πριν την κατασκευή της οχύρωσης ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα που αποτελείται από δύο κεντρικά κτίρια και οικίες ιδρύεται στο νότιο τμήμα του λόφου, τη λεγόμενη Άνω Ακρόπολη, και περιβάλλεται στη συνέχεια από την πρώτη οχύρωση που έχει μια πύλη στα ανατολικά. Η οχύρωση επεκτείνεται σταδιακά στις αρχές του 13ου αι. π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο οχυρώνεται για πρώτη φορά το βόρειο, χαμηλότερο έξαρμα του λόφου, η λεγόμενη Κάτω Ακρόπολη και επισκευάζεται το ανάκτορο στην Άνω Ακρόπολη. Στο τέλος αυτής της περιόδου καταστρέφονται τα κτίσματα της Κάτω Ακρόπολης από σεισμό και το ανάκτορο από πυρκαγιά. Στον ύστερο 13ο αι. π.Χ. η οχύρωση παίρνει την τελική της μορφή, αυτή που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης. Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο το λόφο και δημιουργούν μια ενιαία οχύρωση που ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο του εδάφους. Η τειχισμένη έκταση ανέρχεται σε 20.000 τ.μ., το εύρος του τείχους φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 8 μ. ενώ το ύψος του υπολογίζεται σε 13 μ. Στην Κάτω Ακρόπολη κατασκευάζονται δωμάτια στο εσωτερικό του τείχους, ενώ στη βορειοδυτική πλευρά της χτίζονται δύο προσβάσεις που οδηγούν στις υπόγειες πηγές νερού έξω από την Ακρόπολη, οι λεγόμενες «Σύριγγες».

Στα δυτικά της άνω Ακρόπολης κατασκευάζεται ένας καμπύλος προμαχώνας που  προφυλάσσει το λεγόμενο δυτικό κλιμακοστάσιο και την έξοδο προς την πλευρά αυτή. Στα νότια και ανατολικά της άνω Ακρόπολης ανεγείρονται οι λεγόμενες «Γαλαρίες», μακρόστενοι διάδρομοι με τοξωτή οξυκόρυφη στέγη που οδηγούν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους. Την περίοδο αυτή οικοδομείται το μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα που ανασκάφηκε από τον H. Schliemann και τον W. Dörpfeld και αποτελεί την κορύφωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ακρόπολη. Την καρδιά του συγκροτήματος αποτελεί το μεγάλο Μέγαρο και η μεγάλη περίστυλη Αυλή.
Ο δυτικός προμαχώνας

Το Μέγαρο είναι ένα τετράπλευρο επίμηκες οικοδόμημα που αποτελείται από τρεις χώρους, από τους οποίους ο εσωτερικός ήταν ο μεγαλύτερος. Την πρόσοψή του κοσμούσαν δύο κίονες, ενώ τέσσερις άλλοι εσωτερικοί κίονες στήριζαν την υπερυψωμένη στέγη της εσωτερικής μεγάλης αίθουσας. Στο χώρο αυτό υπήρχε ο θρόνος του ηγεμόνα στην ανατολική πλευρά και μια μεγάλη εστία στο κέντρο ανάμεσα στους κίονες. Εδώ ο άναξ, ο ανώτατος άρχων στη μυκηναϊκή ιεραρχία,  δεχόταν τους υπηκόους του και τους επίσημους ξένους. Τα δάπεδα και τους τοίχους κοσμούσαν τοιχογραφίες με εικονιστικά θέματα από τη ζωή των ανακτόρων καθώς και το ζωικό και φυτικό βασίλειο.
Το Μέγαρο και η μεγάλη Αυλή που ανοιγόταν στην πλευρά της εισόδου του, αποτελούσε το χώρο όπου διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες δραστηριότητες του Μυκηναίου ηγεμόνα (wanaka). Εκτός από χώρος επίσημης υποδοχής μετατρεπόταν και σε χώρο λατρευτικών λειτουργιών, όπως μαρτυρεί ο Βωμός που βρίσκεται στη νότια πλευρά της Αυλής, ακριβώς στον άξονα του Μεγάρου. Δύο πτέρυγες πλαισίωναν το Μέγαρο ανατολικά και δυτικά. Ανάμεσα στα οικοδομήματα αυτά διακρίνονται το Λουτρό στη δυτική και το λεγόμενο μικρό Μέγαρο στην ανατολική πτέρυγα. Η είσοδος στην άνω Ακρόπολη βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του τείχους και σ’ αυτήν οδηγούσε μια μεγάλη ράμπα μήκους 47 μ. και πλάτους 4.70 μ. Στο διάδρομο που πλαισιωνόταν από τις δύο πλευρές του τείχους είχε κατασκευασθεί η κεντρική πύλη. Η πύλη αυτή έχει περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τη γνωστή Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες και έχει κατασκευασθεί από το ίδιο με αυτήν πέτρωμα, ένα κροκαλοπαγή λίθο. Δυστυχώς εδώ σώζεται μόνο το μονολιθικό κατώφλι και τμήματα των παραστάδων της εισόδου. Το υπέρθυρο και το ανάγλυφο ανακουφιστικό τρίγωνο έχουν ίσως χαθεί για πάντα. Περνώντας από ένα διάδρομο και μία μικρή αυλή με στοά στα ανατολικά έφθανε κανείς στο μεγάλο πρόπυλο, μια πομπώδη είσοδο στο εσωτερικό του ανακτόρου. Το τετράγωνο στεγασμένο οικοδόμημα είχε μήκος πλευράς 13.50 μ. και ανά δύο κίονες σε κάθε πλευρά. Διασχίζοντας το μνημειώδες πρόπυλο ο επισκέπτης βρισκόταν σε μία εσωτερική αυλή και περνώντας ένα δεύτερο μικρότερο πρόπυλο κατέληγε στην κεντρική αυλή του ανακτόρου. Γύρω στα 1200 π.Χ. ένας σεισμός προκαλεί σοβαρές καταστροφές στα τείχη και το ανακτορικό συγκρότημα. Την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, το 12ο αι. π.Χ., αναμορφώνεται η περιοχή της Ακρόπολης, ενώ στην πεδιάδα έξω από τα τείχη οργανώνεται ένας οικισμός με πολεοδομικό ιστό έκτασης 25 εκταρίων.

Η χρήση της Μέσης Ακρόπολης, του χώρου βόρεια και χαμηλότερα του ανδήρου του ανακτόρου, δεν είναι βέβαιη λόγω της μικρής έκτασης των ανασκαφών που έγιναν σ΄ αυτόν. Η ύπαρξη ενός κεραμικού κλιβάνου μπορεί να δηλώνει ότι εδώ ήταν συγκεντρωμένοι εργαστηριακοί χώροι, οι οποίοι, όπως και στις Μυκήνες, βρίσκονταν μέσα στην οχύρωση και τελούσαν υπό την άμεση επίβλεψη του άνακτα και της άρχουσας τάξης.

Η Κάτω Ακρόπολη, ένας χώρος που θεωρήθηκε αρχικά ως καταφύγιο σε περίπτωση επιδρομής, είχε την τύχη να ερευνηθεί με σύγχρονη διεπιστημονική ανασκαφική μέθοδο από τον κορυφαίο προϊστορικό αρχαιολόγο Klaus Kilian, ο οποίος στη διάρκεια των ετών 1976 έως 1985 ανέσκαψε το σύνολο του χώρου αυτού και συνέβαλε αποφασιστικά στην έρευνα των περιόδων της εποχής του Χαλκού στην Αργολίδα. Με την ανασκαφή της Κάτω Ακρόπολης διαπιστώθηκε μια συνεχής οικιστική ακολουθία κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και καθιερώθηκε μια δεσμευτική ακριβής χρονολόγηση τόσο της Πρωτοελλαδικής όσο και της Μυκηναϊκής κεραμικής. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή των ερευνών του στη διαπίστωση ότι η καταστροφή των ανακτόρων στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. δεν προήλθε από ανθρώπινη επέμβαση αλλά σχετιζόταν με τις καταστροφικές επιπτώσεις της αυξημένης σεισμικής δραστηριότητας στο 12ο αι. π.Χ. Στο χώρο της Κάτω Ακρόπολης εντοπίσθηκαν οικοδομικά συγκροτήματα που χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες αλλά και χώροι που λειτούργησαν ως εργαστήρια, αποθήκες ή ιερά.

Η οργάνωση του οικισμού της Κάτω Ακρόπολης παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση πριν και μετά το μεγάλο σεισμό. Τη θέση των οργανωμένων κατά μήκος μονοπατιών πυκνοδομημένων συγκροτημάτων της ΥΕΙΙΙΒ, μερικά από τα οποία ήταν διώροφα, καταλαμβάνουν στην ΥΕΙΙΙΓ ισόγεια σπίτια χωρίς κανονική διάταξη που εμφανίζονται μεμονωμένα σε μεγάλους ανοικτούς χώρους. Την ίδια εποχή παρατηρείται μια διεύρυνση του οικισμού έξω από τα τείχη, γεγονός που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη μικρότερων θέσεων γύρω από την Τίρυνθα μπορεί να ερμηνευθεί ως κάποια διάθεση «συνοικισμού» στο άμεσο περιβάλλον των ισχυρών ακροπόλεων.

Μέσα στα «κυκλώπεια» τείχη εκτός από τα μεγαλόπρεπα κτίρια υποδοχής υπήρχαν κτιριακά συγκροτήματα που χρησίμευαν για διοικητικές και τελετουργικές λειτουργίες, για αποθήκευση αγαθών και εργαστήρια, ενώ ένας περιορισμένος αριθμός κτιρίων χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των μελών της άρχουσας τάξης. Το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που αντικατοπτρίζουν τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι εύκολα αναγνώσιμο. Μια αστική κοινωνία διαρθρώνεται γύρω από την έδρα του ηγεμόνα που ελέγχει μια μεγάλη έκταση με πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή και ρυθμίζει τη διακίνηση των αγαθών και την παραγωγή αντικειμένων που προορίζονται για λατρευτική χρήση, εξαγωγή ή ανταλλαγή σε επίπεδο επισήμων. Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ Γραφής, στις οποίες καταγράφονταν αρχειακά στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση των αγαθών, μαθαίνουμε ότι όλη η παραγωγή της περιοχής δικαιοδοσίας του εκάστοτε ηγεμόνα συνέρεε στο ανάκτορο, όπου γινόταν απογραφή και στη συνέχεια ένα μέρος της μοιραζόταν στους δικαιούχους παραγωγούς κατά την κρίση του ηγεμόνα, ενώ το υπόλοιπο αποτελούσε αντικείμενο διαχείρισης της ανώτερης αστικής τάξης. Το σύστημα αυτό της ανακατανομής των αγαθών είναι χαρακτηριστικό για τη μυκηναϊκή κοινωνία και αλληλένδετο με την εξωτερική μορφή των οικοδομικών συγκροτημάτων. Οι μυκηναϊκές οχυρώσεις και τα ανάκτορα είναι εργαλεία εντυπωσιασμού και επίδειξης δύναμης ενός ισχυρού πλουραλιστικού συστήματος.
Με την έναρξη της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου (αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.) ο οικισμός αστικού χαρακτήρα της μυκηναϊκής εποχής παίρνει τη μορφή νέων οικιστικών μονάδων που καταλαμβάνουν σε αραιή διάταξη το χώρο που κατείχε πριν η πόλη και περιβάλλονται από τα νεκροταφεία τους. Μια αργή πορεία από τον «Οίκο» στην «Πόλη» διαδέχεται την εποχή της μυκηναϊκής παντοδυναμίας. Στα χρόνια αυτά η Τίρυνθα δεν εγκαταλείπεται, αλλά δεν αποκτά ποτέ ξανά την παλαιά της αίγλη. Το κτήριο που κατέλαβε το ανατολικό ήμισυ του μεγάλου μεγάρου της ΥΕΙΙΙΒ μετά τη μεγάλη καταστροφή και το οποίο είχε θεωρηθεί ως γεωμετρικός ναός, αποδείχθηκε από τις πρόσφατες έρευνες του Joseph Maran ότι χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΓ. Εάν αυτό συνέχισε να χρησιμοποιείται και στους αιώνες που ακολούθησαν ως χώρος λατρείας, στον οποίο αποτίθενταν  τα δεκάδες αφιερώματα που βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε ένα λάκκο-αποθέτη, το λεγόμενο βόθρο, δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Τον 5ο αι. π.Χ. οι Τιρύνθιοι χάνουν την πολιτική τους αυτονομία και εξορίζονται από τους κατακτητές Αργείους.

Άλκηστης Παπαδημητρίου
Αρχαιολόγος.

15/8/10

Εντελέχεια


Το τέλος, η ολοκλήρωση, η τελειοποίηση κάθε όντος είναι η θεμελιακή αρχή της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. 
Τέλεια είναι η κατάσταση, γιατί δε λείπει πια τίποτα από τον οργανισμό που την πραγματοποιεί. 

Τέλειο είναι αυτό που δεν του λείπει τίποτα, το ολοκληρωμένο, που κάνει περιττή την παραπέρα αναζήτηση ενός άλλου σκοπού ή μιας άλλης κατάστασης. Σύμφωνα λοιπόν με τη φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη, όλες οι ενέργειες των ανθρώπων αποτελούν ένα σύνολο τελών, που έχουν ως στόχο ένα υψηλότερο τέλος που είναι το « άριστον» και ταυτίζεται με την ευδαιμονία.

 Η αρχή αυτή, κατά την οποία η πράξη έχει εκπληρωθεί ονομάζεται από το φιλόσοφο ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ. 

Κάθε ον, κατά τον Αριστοτέλη φτάνει στην τελειότητα που απαιτεί η φύση του και τότε από « εν δυνάμει ον» γίνεται « εν ενεργεία ον».

1/8/10

D.O.A. (1949)




D.O.A. (1950) is a film noir drama film directed by Rudolph Maté, considered a classic of the stylistic genre. The frantically-paced plot revolves around a doomed man's quest to find out who has poisoned him – and why – before he dies. The film begins with a scene called "perhaps one of cinema's most innovative opening sequences" by a BBC reviewer. The scene is a long, behind-the-back tracking sequence featuring Frank Bigelow (O'Brien) walking through a hallway into a police station to report a murder: his own. Disconcertingly, the police almost seem to have been expecting him and already know who he is.


This movie is part of the collection: Film Noir

Director: Rupolph Mate
Producer: Leo C. Popkin
Production Company: Cardinal Pictures
Audio/Visual: sound, b&w
Keywords: suspense; film noir; pdmovies
Creative Commons license: Public Domain

http://archive.org/details/doa_1949

27/7/10

Θουκυδίδης: Επιτάφιος Περικλή


Aρχαίο κείμενο και  μετάφραση του 

[35] Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πιστευθῆναι. χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ εὔνους ἀκροατὴς τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι. μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγόμενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ πλεῖστον.
[36]   ῎Αρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶαἰεὶ οἰκοῦντες διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι' ἀρετὴν παρέδοσαν. καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶἔτι μᾶλλον οἱ πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον. τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦνἔτι ὄντες μάλιστα ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην. ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα ἐκτήθη, ἢεἴ τι αὐτοὶ  οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ῞Ελληνα πολέμιον ἐπιόντα προθύμωςἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν οὐβουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τεἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτὰ καὶ μεθ' οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ οἵων μεγάλαἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶἐπὶ τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷπαρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶτὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν. 

26/7/10

Γρηγοριανό ημερολόγιο


Γρηγοριανό ημερολόγιο... (έτσι προκύπτουν οι διαφορετικές ημερομηνίες ιστορικών γεγονότων)
To Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό Κόσμο. Είναι μία παραλλαγή του Ιουλιανού ημερολογίου, και προτάθηκε από τον Αλοΐσιους Λίλιους (Aloysius Lilius), Ναπολιτάνο γιατρό, και θεσπίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, από τον οποίο πήρε το όνομά του, στις 24 Φεβρουαρίου του 1582. (Σημείωση: Η παπική βούλα (διάταγμα) Inter gravissimas υπογράφηκε το 1581 για άγνωστους λόγους, αλλά τυπώθηκε την 1 Μαρτίου του 1582. Όμως, άλλα παπικά διατάγματα της εποχής εμπεριέχουν έτη που δε συμφωνούν με τα έτη του Μαρτίου, άλλα παπικά έτη ή άλλους τύπους ετών.)
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο επινοήθηκε γιατί σύμφωνα με το Ιουλιανό, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός μη επιθυμητό. Έτσι, αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, σύμφωνα

18/7/10

Η προέλευση της ονομασίας της πλατείας Κλαυθμώνος


Το όνομα αυτής της πλατείας οφείλεται στο ότι στην προ του 1909 περίοδο, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήταν μόνιμοι όπως σήμερα, οι απολυμένοι, οι «Παυσανίες» όπως τους έλεγαν, πήγαιναν εμπρός από το Υπουργείο Εσωτερικών που ήταν στην πλατεία αυτή και με κλάματα και θρήνους («κλαυθμούς») παρακαλούσαν να τους ξαναπροσλάβουν.
Πλατεία Κλαυθμώνος εν έτει 1913


 Δεδομένου ότι τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, οι σκηνές αυτές ήταν αρκετά συχνές στην πλατεία. Ανάδοχος της ονομασίας ήταν πάντως ο συγγραφέας και κατόπιν ακαδημαϊκός Δημ. Γρ.Καμπούρογλου, που πρώτος ονόμασε την πλατεία «Κλαυθμώνος» σε ένα χρονογράφημα του στην «Εστία» το 1878.



16/7/10

Τί είναι ο δασμός

Δασμός είναι ο έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή.

Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δασμός, γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δασμών και οικονομικών ή προστατευτικών δασμών. Οι πρώτοι έχουν κύριο σκοπό την αύξηση των κρατικών εσόδων, ενώ οι δεύτεροι αποβλέπουν στην αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων που εισάγονται, έτσι ώστε να μην μπορούν οι ξένοι παραγωγοί να συναγωνιστούν τους ντόπιους.

Εφόσον στην πράξη οι δύο σκοποί συνδυάζονται συχνά, με την έννοια ότι ένας προστατευτικός δασμός αποφέρει έσοδα στο δημόσιο ταμείο, έχουν εναλλακτικό χαρακτήρα: όσο πιο αποτελεσματική είναι η προστατευτική επίδραση του φόρου (και όσο μικρότερη είναι η ποσότητα των ξένων εμπορευμάτων που κατορθώνουν να περάσουν τα σύνορα) τόσο μικρότερο είναι το έσοδο του δημοσίου από τους δασμούς Στο ακραίο όριο, όταν κανένα ξένο εμπόρευμα δεν κατορθώνει να μπει στη χώρα, η προστασία είναι πολύ μεγάλη και το κέρδος του δημοσίου μηδέν (τότε γίνεται λόγος για απαγορευτικό δασμό).
Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της εφαρμογής, διακρίνεται ο ειδικός δασμός (ανάλογος με την ποσότητα του εμπορεύματος) από τον δασμό ad valorem (ανάλογο με τη χρηματική αξία του). Ενώ ο πρώτος έχει το πλεονέκτημα να διευκολύνει τον προσδιορισμό του ποσού που θα πληρωθεί, καθιστώντας περιττή τη δύσκολη και αμφισβητήσιμη εκτίμηση της αξίας του εμπορεύματος, ο δεύτερος έχει το προσόν να κατανέμει πιο δίκαια το βάρος του δασμού ανάμεσα στα διάφορα εμπορεύματατου ίδιου τύπου, που εξαιτίας της ποιότητας ή της προέλευσης έχουν διαφορετική αξία, και προσαρμόζεται ευκολότερα στις μεταβολές τιμής, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους μεγάλων διακυμάνσεων της αγοραστικής αξίας του νομίσματος.

Το σύνολο των ισχυόντων εισαγωγικών δασμών αποτελεί το δασμολόγιο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει διάφορους τύπους δασμών, ανάλογα με τη μεταχείριση των εμπορευμάτων διαφορετικής προέλευσης: γενικοί δασμοί, που ισχύουν για εμπορεύματα που προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα με την οποία δεν έχουν γίνει ιδιαίτερες συμφωνίες· συμβατικοί δασμοί (χαμηλότεροι), που επιβάλλονται στα εμπορεύματα που προέρχονται από χώρα με την οποία έχει γίνει εμπορική συμφωνία· δασμοί προτίμησης (ακόμα χαμηλότεροι), που εφαρμόζονται μεταξύ χωρών που μετέχουν σε μια περιοχή προτίμησης (όπως για παράδειγμα η Βρετανική Κοινοπολιτεία) ή μεταξύ συνδεδεμένων κρατών με την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την αποκαλούμενη μεταβατική περίοδο· τέλος, διαφορικοί δασμοί, που είναι οι υψηλότεροι από όλους τους προηγούμενους και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προέρχονται από μια χώρα εναντίον της οποίας ασκείται τελωνειακός πόλεμος.

Οι δασμοί είχαν επιβληθεί αρχικά για καθαρά δημοσιονομικούς σκοπούς και υπήρχαν κατά την αρχαιότητα στην Ελλάδα και στη Ρώμη. Κατά τον Μεσαίωνα, σε συνδυασμό με πολλές και ποικίλες άλλες μορφές φορολογίας (διόδια κλπ.), οι δασμοί είχαν σκοπό να πλουτίζουν το ταμείο των ηγεμόνων, των φεουδαρχών, των αρχόντων και των κοινοτήτων και επιβάρυναν πολύ και με πολλούς τρόπους τα εμπορεύματα που ταξίδευαν από χώρα σε χώρα, από επαρχία σε επαρχία, από πόλη σε πόλη, σε σημείο που να δημιουργούν μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξη του εμπορίου.

Η αναζωογόνηση, από το τέλος του Μεσαίωνα, της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας και η δημιουργία στη δυτική Ευρώπη μεγάλων ενιαίων κρατών προκάλεσαν διττή εξέλιξη: ενοποίηση και απλοποίηση του συστήματος επιβολής δασμών, όχι μόνο για την εξασφάλιση εσόδων στο δημόσιο ταμείο, αλλά και ως όργανο της οικονομικής πολιτικής που απέβλεπε στην προστασία της εκάστοτε εθνικής βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό. Η εξέλιξη αυτή βρήκε έκφραση τον 16o αι. στον μερκαντιλισμό (ή, αλλιώς, εμποροκρατία) που χρησιμοποίησε τους δασμούς για να εμποδίσει την είσοδο στη χώρα των ξένων εμπορευμάτων. Η αναζωογόνηση της γεωργίας, που διακήρυσσαν τον 18o αι. οι φυσιοκράτες, επεξέτεινε τους προστατευτικούς δ. και στα σιτηρά (νόμοι σίτου). Την ίδια περίοδο, οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από την Ιταλία και τη Γερμανία που δεν είχαν ακόμα πολιτικά ενωθεί, κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν με βαθμιαία κατάργηση των εσωτερικών δασμών την τελωνειακή τους ενότητα. Αλλά το καθεστώς των προστατευτικών δασμών τόσο στο βιομηχανικό όσο και στο γεωργικό πεδίο έκρυβε μέσα του μια βασική αντίφαση: οι βιομηχανίες που είχαν αναπτυχθεί με την προστατευτική σκιά των δασμών χρειάζονταν, για να μπορέσουν να επιβληθούν στις ξένες αγορές, φτηνά εργατικά χέρια. Ο φόρος στα σιτηρά, διατηρώντας υψηλή την τιμή του ψωμιού και επομένως το κόστος της ζωής, υποχρέωνε τους βιομηχάνους να πληρώνουν υψηλότερα ημερομίσθια.

Για να διευκολύνουν τις άλλες χώρες να ανοίξουν τις πόρτες τους στις εθνικές εξαγωγές, έπρεπε να μπορούν να τους προσφέρουν σε αντάλλαγμα μεγαλύτερο άνοιγμα της εθνικής αγοράς στα ξένα εμπορεύματα. Αυτές οι νέες απαιτήσεις διακηρύχτηκαν κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία από τους υποστηρικτές του φιλελευθερισμού, οι οποίοι από τα μέσα του 19ου αι. πέτυχαν την κατάργηση του δασμού του σιταριού και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών με πολλές χώρες. Έτσι, στους εξωτερικούς δασμούς δόθηκε πάλι κυρίως δημοσιονομικός στόχος και με τη ρήτρα «του μάλλον ευνοούμενου κράτους» που έμπαινε στις συμφωνίες γενικεύτηκε η εφαρμογή των συμβατικών δασμών.

Πολλές όμως χώρες εξακολούθησαν να εφαρμόζουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τον προστατευτισμό και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος τον επανέφερε στην επιφάνεια. Με τη μεγάλη κρίση γενικεύτηκε η εγκατάλειψη της ελευθερίας των ανταλλαγών και, αντίθετα, σε πολλές χώρες αναπτύχθηκε η τάση προς την αυτάρκεια. Από τους λόγους αυτούς, στους τελωνειακούς δασμούς προστέθηκαν και άλλα όργανα ελέγχου των ανταλλαγών, πολύ πιο δεσμευτικά και περιοριστικά (ποσοστά εισαγωγής), που έριχναν σε δεύτερη μοίρα το δασμολογικό όργανο.

Την τελευταία περίοδο οι τελωνειακοί δασμοί ξαναβρήκαν ένα μέρος της παλιάς σημασίας τους, γιατί μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο σημειώθηκε (με τις συμφωνίες ΓΚΑΤ και ΟΕΟΣ) επιστροφή σε μεγαλύτερη ελευθερία του εμπορίου. Η ανανεωμένη οικονομική αλληλεξάρτηση των εθνών βρήκε τη σημαντικότερη αναγνώρισή της στις συνθήκες που αποβλέπουν στη δημιουργία ζωνών ελεύθερης ανταλλαγής και τελωνειακής ένωσης, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

Στο διαμορφούμενο τοπίο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς του 21ου αι., στο οποίο συνέβαλαν η πτώση του Ανατολικού συνασπισμού και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, με τις διάφορες διακρατικές και υπέρ-κρατικές συμφωνίες (ΕΕ και ΗΠΑ κλπ.), διαφαίνεται μια αντιφατική τάση, αφενός μεν για μείωση των εξαγωγικών δασμών των μεγάλων κρατών ή ακόμα και για εξάλειψή τους στο στενό πλαίσιο ξεχωριστών οντοτήτων (π.χ. ΕΕ), και αφετέρου για προστατευτισμό και υψηλούς δασμούς σε κράτη που δεν συμμετέχουν σε αυτές τις συμφωνίες.

15/7/10

Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831




Πέραν των πιεστικότατων οικονομικών, κοινωνικών και διπλωματικών προβλημάτων, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά εμπόδια στην πολιτική του για την οικοδόμηση του νεοπαγούς ελλαδικού κράτους: πρώτον την εχθρότητα Γαλλίας και Αγγλίας, τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των οποίων στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευαν από την προοπτική δημιουργίας ενός νέου και δυναμικού ναυτικού και εμπορικού κράτους έξω από τον έλεγχό τους, ή χειρότερα, υπό την επιρροή της Ρωσίαςˑ δεύτερον, τους φατριασμούς και τα τοπικιστικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών και πλοιοκτητών, οι οποίοι και επεδίωκαν διατήρηση των προνομίων και συμμετοχή στη νομή της εξουσίας. Εν τέλει ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων προετοίμασε το έδαφος και οδήγησε στην πολιτική και φυσική εξόντωση του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας στις 9 Οκτωβρίου 1831 (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο).

Κρέας με κυδώνια




Υλικά: 1 κιλό κρέας ψαχνό, 1300 γραμ. κυδώνια καθαρισμένα, 100 γραμ. βούτυρο, 200 γραμ. ζάχαρη, ανάλογο πιπέρι, αλάτι.
φωτογραφία απο
juanitalaquejica.blogspot

Εκτέλεση: (Το κρέας πρέπει να είναι είτε από μοσχάρι, είτε από χοιρινό για να αντέχει στο πολύωρο βράσιμο, μέχρι δηλαδή να ψηθούν τα κυδώνια, εκτός αν τα κυδώνια είναι πολύ αφράτα, οπότε το κρέας μπορεί να είναι και αρνί). 
Κόβομε το κρέας σε τεμάχια και το βάζομε σε κατσαρόλα να καβουρδιστεί με το βούτυρο. Προσθέτομε τόσο νερό όσο θα είναι αρκετό για να καλυφθούν τα κυδώνια, όταν τα ρίξομε μέσα. 

14/7/10

Χύτρα ταχύτητας – βασικές αρχές λειτουργίας


Η χύτρα ατμού, ή χύτρα ταχύτητας όπως είναι επίσης γνωστή, υπάρχει σχεδόν σε κάθε σπίτι αφού τα πλεονεκτήματα αυτής της μαγειρικής συσκευής είναι πολλά (περιορισμός χρόνου μαγειρέματος, υγιεινότερος και οικονομικότερος τρόπος μαγειρέματος, δεν αλλοιώνονται τα θρεπτικά συστατικά της τροφής, κ.λπ.).


Η μέθοδος μαγειρέματος με ατμό, σε σύγκριση με τον παραδοσιακό τρόπο μαγειρέματος σε φούρνο με γκάζι ή ηλεκτρισμό πλεονεκτεί λόγω της δυνατότητας του ατμού να μεταφέρει με πιο αποτελεσματικό τρόπο ενέργεια για το μαγείρεμα σε σύγκριση με τον αέρα, χωρίς να καεί το φαγητό και χρησιμοποιώντας λιγότερη ενέργεια.
Πως όμως λειτουργεί μια χύτρα ταχύτητας;


Το νερό στο επίπεδο της θάλασσας βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου και μετατρέπεται σε υδρατμούς. Όταν το νερό φτάσει στο σημείο βρασμού, όση περισσότερη θερμότητα και αν του δώσουμε, η θερμοκρασία παραμένει σταθερή. Ο μόνος τρόπος για να αυξήσουμε τη θερμοκρασία του ατμού και το σημείο βρασμού του νερού είναι να αυξήσουμε την πίεση.


Αυτό κάνει και η χύτρα ταχύτητας, αφού το στεγανό δοχείο και το ερμητικά κλειστό καπάκι της δεν επιτρέπουν τη διαφυγή του ατμού. Έτσι, η θερμότητα που παράγεται από τη φωτιά αυξάνει την πίεση εντός της χύτρας.



Διάθεση στην αγορά χυτρών ταχύτητας


Στην Ευρωπαϊκή, όπως και στην Κυπριακή αγορά, διατίθενται χύτρες ταχύτητας σε ποικιλία μοντέλων και μεγεθών από διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες τρίτες χώρες.


Για να επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά των χυτρών ταχύτητας πρέπει αυτές να πληρούν τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας των πιο πάνω Κανονισμών. Η συμμόρφωση αυτή τεκμηριώνεται με την επίθεση πάνω στη χύτρα ταχύτητας της σήμανσης συμμόρφωσης CE με ευανάγνωστο, ευδιάκριτο και ανεξίτηλο τρόπο. Η επίθεση της πιο πάνω σήμανσης με τρόπο που αυτή να αλλοιώνεται, να φθείρεται ή να καταστρέφεται εξαιτίας της χρήσης της χύτρας ταχύτητας, δεν είναι αποδεκτή και συνήθως αποτελεί ένδειξη προχειρότητας σχεδιασμού και κατασκευής και, ενδεχομένως, μη συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις.


Συνήθως, οι κατασκευαστές χυτρών ταχύτητας επιθέτουν τη σήμανση CE χαράσσοντας την στη βάση του δοχείου της χύτρας ταχύτητας ή στο καπάκι της.


Επιπλέον της σήμανσης συμμόρφωσης CE, η χύτρα ταχύτητας πρέπει να συνοδεύεται από άλλες χρήσιμες για τον χρήστη / καταναλωτή πληροφορίες, όπως:


(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, (β) το έτος κατασκευής, (γ) το μοντέλο και (δ) η σειρά κατασκευής, (ε) το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο πίεσης και (στ) η χωρητικότητα σε λίτρα.


Επίσης, είναι απαραίτητο η χύτρα ταχύτητας να συνοδεύεται από σημείωμα οδηγιών προς το χρήστη με πληροφορίες που αφορούν τη συναρμολόγηση, τη λειτουργία, την ασφαλή χρήση και συντήρησή της.


Με βάση τα πιο πάνω, η ορθή επιλογή της χύτρα ταχύτητας στο στάδιο της αγοράς πρέπει να γίνεται όχι με μόνο κριτήριο το κόστος, αλλά μετά από έρευνα και μελέτη των δεδομένων και στοιχείων που παραθέτει ο κατασκευαστής. Ο αγοραστής θα πρέπει πρώτα να ελέγχει ότι η σήμανση CE υπάρχει όχι μόνο πάνω στη συσκευασία, όπως συνηθίζεται από μερικούς κατασκευαστές, αλλά πάνω στη χύτρα, είτε στο καπάκι είτε στη βάση της χύτρας ταχύτητας, με τρόπο που περιγράφεται πιο πάνω. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αναζητά τις οδηγίες προς τον χρήστη διατυπωμένες απαραίτητα στην ελληνική γλώσσα. Μια χύτρα ταχύτητας που πληροί τις βασικές απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας πρέπει να συνοδεύεται από τα πιο πάνω.

16/5/10

Μονοθελητισμός


Ο Μονοθελητισμός ήταν χριστιανικό δόγμα, το οποίο αναπτύχθηκε τον 7ο αιώνα και πρέσβευε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις αλλά μία θέληση.

Ιστορία

Ο Μονοθελητισμός εμφανίστηκε ως συνέχεια του Μονοφυσιτισμού, όταν ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος εξέδωσε το διάταγμα γνωστό ως "Έκθεσις" το 638 προκειμένου να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ μονοφυσιτών υπηκόων στις περιοχές της Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Συρίας και της υπόλοιπης ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς κατανοούσε ότι η δογματική και εθνολογική διαφορά, η μεγάλη απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και οι συνεχείς επιθέσεις από Πέρσες και Άραβες αποξένωναν τους πληθυσμούς αυτούς από την αυτοκρατορία και καθιστούσαν εύκολη την απώλεια των εν λόγω περιοχών, όπως και τελικά έγινε κατά την αραβική κατάκτηση. Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, οι μονοφυσίτες θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχουν δύο φύσεις μετά την ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, και οι Ορθόδοξοι θα δέχονταν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση και ενέργεια, μετά την ένωση των δύο φύσεων.
Παρά την προσπάθειά του να επιβάλει το νέο δόγμα, ο Μονοθελητισμός δεν επικράτησε, αλλά πολεμήθηκε από τον Πάπα Μαρτίνο Α΄, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και άλλους, και αφού πρώτα απαγορεύτηκε μέσω του διατάγματος του " Τύπου" που εξέδωσε ο Κώνστας Β' το 648 η συζήτηση περί μιας ή δύο θελήσεων ή ενεργειών του Χριστού, τελικά καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απεφάνθη ότι αφού στην υπόσταση του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρωπίνη, υπάρχουν και δύο φυσικές θελήσεις και δύο φυσικές ενέργειες, η θεία και η ανθρωπίνη, που ενεργούσαν «αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως», χωρίς να επικρατεί αντιπαλότητα μεταξύ τους.Πρότυπο:Ι.Ε. Καραγιαννόπουλου, η Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος β
wikipedia Ελληνικά



Monothelitism or Monotheletism (from Greek μονοθελητισμός "doctrine of one will") is a particular teaching about how the divine and human relate in the person of Jesus, known as a Christological doctrine, that formally emerged in Armenia and Syria in 629.[1]Specifically, monothelitism teaches that Jesus Christ had two natures but only one will. This is contrary to the more contemporarily accepted Christology that Jesus Christ has two wills (human and divine) corresponding to his two natures (dyothelitism). Monothelitism is a development of the miaphysite or monophysite position in the Christological debates. It enjoyed considerable popularity in the early Middle Ages, even garnering patriarchal and papal support in the 7th century, before being rejected and denounced asheretical.

Μαρδαΐτες στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)

1. Ιστορικό πλαίσιο

Οι Μαρδαΐτες εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο τον 7ο αιώνα και οι απόψεις για την καταγωγή τους διίστανται.1 Κατά την επικρατέστερη άποψη, ταυτίζονται με τους Djarādjima, που κατοικούσαν στο όρος Αμανός ή Μαύρον Όρος (αραβ. Lukkām) της Συρίας και στις ελώδεις περιοχές βόρεια της Αντιόχειας. Το όνομά τους (πληθ. του Djurdjumānī) προερχόταν είτε από την ονομασία της επαρχίας Gurgum, στην περιοχή της Γερμανικείας, είτε από μία μικρή πόλη ανάμεσα στο Αλέπιον (Χαλέπι) και την Αλεξανδρέττα, την Djurdjūma, προπύργιο των Djarādjima, την οποία κατέστρεψαν οι Άραβες το έτος 708, όταν κατέπνιξαν την εξέγερση που είχαν υποκινήσει και ενισχύσει οι Βυζαντινοί.

Οι Djarādjima ήταν χριστιανοί και υπάγονταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, αλλά πιθανότατα ακολουθούσαν το δόγμα του μονοφυσιτισμού ή του μονοθελητισμού.2 Σύμφωνα με αραβικές πηγές, μετά την κατάκτηση της περιοχής της Αντιόχειας από τους μουσουλμάνους το 638, οι Άραβες υπέταξαν τους Djarādjima, στους οποίους ανέθεσαν τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων του Αμανού, απαλλάσσοντάς τους από την καταβολή φόρων.

Στα μέσα της δεκαετίας του 660, καθώς οι Άραβες υποψιάζονταν τους χριστιανούς Djarādjima για συνεργασία με τους Βυζαντινούς, εγκατέστησαν εποίκους στην περιοχή, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των Djarādjima. Στις στρατιωτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν νικητής αναδείχθηκε ο χαλίφης Μωαβίας ιμπν Άμπι Σουφυάν (Muwa‘iyah ibn Abi Sufyan), πρώην διοικητής της Συρίας. Σε απάντηση, οι Djarādjima ξεκίνησαν επιδρομές εναντίον των αστικών κέντρων της Συρίας και της Παλαιστίνης, έχοντας επικεφαλής Βυζαντινούς αξιωματικούς. Πιθανότατα την περίοδο εκείνη έλαβαν από τους τοπικούς πληθυσμούς το όνομα «Μαρδαΐτες», με το οποίο έμειναν γνωστοί στις ελληνόγλωσσες πηγές. Το όνομα προέρχεται πιθανότατα από τη σημιτική λέξη “maridaye” και σημαίνει «αντάρτης» ή «ληστής».3 Η σύγκρουσή τους με τους μουσουλμάνους κορυφώθηκε τα επόμενα χρόνια, όταν οι Βυζαντινοί αποφάσισαν να τους χρησιμοποιήσουν για να προκαλέσουν αντιπερισπασμό στους Άραβες.

2. Η δράση των Μαρδαϊτών στη Μέση Ανατολή

Το 671 οι Άραβες κατέλαβαν την Κύζικο και τα επόμενα έτη, ξεκινώντας από το 673, επιδόθηκαν σε ναυτικό αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης. Χάρη στον ισχυρό του στόλο και το υγρόν πυρ, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ (668-685) κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις του αραβικού ναυτικού. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Αράβων, οι Βυζαντινοί οργάνωσαν αντιπερισπασμό στη Μέση Ανατολή. Οι Μαρδαΐτες, καθοδηγούμενοι από Βυζαντινούς αξιωματικούς, κατέλαβαν (πιθανόν το 677) τα βουνά από την οροσειρά του Αμανού έως τις παρυφές των Ιεροσολύμων και από εκεί διενεργούσαν επιδρομές στη Συρία και το Λίβανο, ενώ στις γραμμές τους κατέφευγαν δούλοι και εντόπιοι χριστιανοί. Μην μπορώντας να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, ο Μωαβίας το 678 απέστειλε πρεσβεία ειρήνης στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ειρήνης, οι Βυζαντινοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να αναστείλουν τις επιθέσεις των Μαρδαϊτών στη Συρία και το Λίβανο.

Η εξέγερση των Μαρδαϊτών δεν έλαβε τέλος παρά δέκα έτη αργότερα. Ο Ιουστινιανός Β´ (685-695, 705-711), αν και είχε ανανεώσει τη συνθήκη ειρήνης με τους Άραβες το 685, θέλησε να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε εξαιτίας στασιαστικών κινημάτων ο χαλίφης Αμπντ αλ-Μαλίκ (Abd al-Malik). Για το λόγο αυτόν, το 688 ώθησε τους Μαρδαΐτες να επαναλάβουν τις επιδρομές τους, ενισχύοντάς τους με δυνάμεις ιππικού. Ο Αμπντ αλ-Μαλίκ αναγκάστηκε να υπογράψει νέα συνθήκη ειρήνης με επαχθείς για το χαλιφάτο όρους, αλλά και με την υποχρέωση εκ μέρους των Βυζαντινών να αποσύρουν τους Μαρδαΐτες από τον Αμανό. Ο Ιουστινιανός αποδέχτηκε τον όρο αυτόν, πράξη για την οποία κατακρίθηκε από μεταγενέστερους ιστορικούς.4 Όσοι Μαρδαΐτες παρέμειναν στη Συρία ηττήθηκαν από τους Άραβες, οι οποίοι εξόντωσαν τα βυζαντινά στρατεύματα που είχαν σταλεί για να τους ενισχύσουν. Οι Μαρδαΐτες της Συρίας πολέμησαν στο πλευρό των Αράβων στο Ιράκ και στις επιδρομές τους εναντίον βυζαντινών εδαφών τον 8ο αιώνα, ενώ η παρουσία τους στον Αμανό μαρτυρείται έως το 10ο αιώνα.

3. Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στα βυζαντινά εδάφη

Οι πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Μαρδαϊτών που κατέφυγαν στα βυζαντινά εδάφη σε 12.000· δε διευκρινίζεται αν σε αυτόν περιλαμβάνεται το σύνολο των προσφύγων ή μόνο οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας. Οι Μαρδαΐτες εγκαταστάθηκαν στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, συγκεκριμένα στις περιοχές της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Κιλικίας.

Στις αρχές του 8ου αιώνα οι βυζαντινές επαρχίες στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Μαρδαΐτες οργανώθηκαν στρατιωτικά στο θέμα Κιβυρραιωτών, στο οποίο είχε ενταχθεί το σύνολο των επαρχιακών ναυτικών δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο της οργάνωσης αυτής, οι Μαρδαΐτες ενσωματώθηκαν στις ναυτικές δυνάμεις του θέματος ως αυτόνομος σχηματισμός με έδρα την πρωτεύουσα Αττάλεια, ενώ ζούσαν και σε άλλες περιοχές.5 Διοικούνταν από Βυζαντινό αξιωματούχο που έφερε το βαθμό του κατεπάνω, διοριζόταν απευθείας από τον αυτοκράτορα και ήταν ανεξάρτητος από το στρατηγό του θέματος. Δε γνωρίζουμε το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αλλά πιθανότατα είναι σχεδόν σύγχρονες με την ίδρυση του θέματος. Οι Μαρδαΐτες της Αττάλειας απέκτησαν μεγάλη φήμη για τις ναυτικές τους ικανότητες, ιδίως στη χρήση ταχέων αναγνωριστικών σκαφών, αλλά και για το μίσος τους προς τους Άραβες της Συρίας.

Αργότερα (τον 9ο αιώνα), ένα μέρος των Μαρδαϊτών μεταφέρθηκε στα θέματα Πελοποννήσου, Νικοπόλεως (περιλάμβανε τα εδάφη της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας) και Κεφαλληνίας· στις περιοχές αυτές συνέχισαν να υπηρετούν ως ναυτικά πληρώματα.6 Στα τέλη του 9ου αιώνα οι Μαρδαΐτες της Πελοποννήσου έλαβαν μέρος στις εκστρατείες στη Σικελία, ενώ το 911 και το 949 μεγάλος αριθμός Μαρδαϊτών των τριών θεμάτων (πάνω από 5.000 στην πρώτη περίπτωση, 3.000 στη δεύτερη) συμμετείχαν στις εκστρατείες εναντίον των Αράβων της Κρήτης.

Οι Μαρδαΐτες της Αττάλειας συνέχισαν να υπηρετούν ως επίλεκτα πληρώματα του στόλου των Κιβυρραιωτών έως το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, αλλά η αποδυνάμωση των θεματικού στόλου των Κιβυρραιωτών τον 11ο αιώνα πρέπει να επηρέασε και αυτούς. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη μετέπειτα ιστορία τους και το πιθανότερο είναι ότι σταδιακά αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό.

4. Αποτελέσματα της παρουσίας των Μαρδαϊτών στη Μικρά Ασία

Οι Μαρδαΐτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη στρατηγική των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων τον 7ο αιώνα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης· τότε οι επιδρομές τους στο Λίβανο, σε συνδυασμό με τη ναυτική ήττα των πολιορκητών, ουσιαστικά ανάγκασαν τους Άραβες να εγκαταλείψουν την πολιορκία και να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης. Η επανάληψη των όρων για απόσυρση των Μαρδαϊτών στις επόμενες συνθήκες και η επιμονή των Αράβων το 688 να εγκαταλείψουν οι Μαρδαΐτες το Μαύρον Όρος δείχνουν το μέγεθος της απειλής που αντιμετώπιζαν οι κεντρικές περιοχές του χαλιφάτου από τους συμμάχους των Βυζαντινών.

Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στα βυζαντινά εδάφη, αν και αποδυνάμωσε την επιθετική πολιτική του Βυζαντίου στη Μέση Ανατολή, ενίσχυσε όμως τις ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, καθώς σύντομα οι Μαρδαΐτες απέδειξαν τις ικανότητές τους στη θάλασσα και ενίσχυσαν σημαντικά το θεματικό ναυτικό των Κιβυρραιωτών, κυρίως στην ανίχνευση και τη συλλογή πληροφοριών. Παρόμοια θετικά αποτελέσματα είχε και η εγκατάσταση μέρους των Μαρδαϊτών στα δυτικά θέματα, οι στολίσκοι των οποίων ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ναυτικές ικανότητες του λαού της Συρίας, και μάλιστα σε μια εποχή που το Βυζάντιο αντιμετώπιζε επιπλέον την απειλή των αραβικών στόλων της Δυτικής Μεσογείου.

Η εγκατάσταση των Μαρδαϊτών στη Μικρά Ασία και τον ελλαδικό χώρο άφησε τα ίχνη της στην εθνολογική σύσταση του πληθυσμού των περιοχών αυτών. Σε έγγραφο των Λατίνων ηγεμόνων της Κέρκυρας, χρονολογούμενο το 1365, με το οποίο επικυρώνεται παλαιότερο διάταγμα (έτος 1246) του Μιχαήλ Β΄, ηγεμόνα της Ηπείρου, αναφέρεται μία “decarhia Mardatorum”, ενώ Ευρωπαίοι περιηγητές του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα διέκριναν σημιτικά χαρακτηριστικά σε πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της Αττάλειας, υποδηλώνοντας ότι κατάγονταν από Μαρδαΐτες. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ακόμη και το ακριτικό έπος διασώζει την ανάμνηση των Μαρδαϊτών, κρυμμένη πίσω από το όνομα «Μαυριορίτες».

1. Ο P.A. Hollingsworth στο The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), σελ. 1297, βλ. λ.“Mardaites”, τους θεωρεί περσικής ή αρμενικής καταγωγής. Ο M. Canard στο The Encyclopedia of Islam2 2 (Leiden – London 1965), σελ. 456-458, βλ. λ. “Djaradjima”, κλίνει προς την άποψη ότι οι Μαρδαΐτες ήταν περσικής καταγωγής. Ο Χ. Μπαρτικιάν, «Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών», στο Στράτου, Ν.Α. (επιμ.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Aθήνα 1986), σελ. 17-39, διατυπώνει τη θεωρία ότι οι Μαρδαΐτες του 7ου αιώνα ήταν εξαρμενισμένοι Μάρδοι (ιρανική ληστρική φυλή) που πολεμούσαν ως μισθοφόροι των Βυζαντινών και δεν είχαν καμία σχέση με τους Djarādjima ή τους μεταγενέστερους Μαρδαΐτες της Μικράς Ασίας. Οι σύγχρονοι Μαρωνίτες του Λιβάνου υποστηρίζουν ότι κατάγονται από τους Μαρδαΐτες, αλλά η άποψη αυτή καταρρίπτεται από το Moosa, M., “The Relation of the Maronites of Lebanon to the Mardaites and al-Jarājima”, Speculum 44 (1969), σελ. 597-608.

2. Ο Χ. Μπαρτικιάν, «Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών», στο Στράτου, Ν.Α. (επιμ.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Aθήνα 1986), σελ. 17-39, πιστεύει ότι ήταν μονοφυσίτες, ενώ ο Κ. Άμαντος, «Μαρδαΐται», Ελληνικά 5 (1932), σελ. 130-136, θεωρεί ότι ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα.

3. Το γεγονός ότι κυριότερη πολεμική τακτική των Μαρδαϊτών ήταν ο κλεφτοπόλεμος γίνεται εμφανές και από ένα χωρίο του Βυζαντινού χρονογράφου Θεοφάνους, Χρονογραφία, στο de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 397, 17-19. Σε αυτό περιγράφεται η δράση των βυζαντινών στρατευμάτων, τα οποία είχαν λάβει θέση στα όρη της Βιθυνίας για να παρενοχλούν τις δυνάμεις των Αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 717-718 και οι καταδρομικές τους επιχειρήσεις παραλληλίζονται με αυτές των Μαρδαϊτών («δίκην Μαρδαϊτών κρυπτόμενοι»).

4. Ο Θεοφάνης, Χρονογραφία, στο de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 364, 3-5, ανέφερε ότι, με την κίνησή του αυτή, ο Ιουστινιανός διέλυσε ένα «χάλκινο» τείχος και ακρωτηρίασε τη βυζαντινή εξουσία: «τούτῳ τῷ ἔτει ἐγένετο λιμὸς ἐν Συρίᾳ· καὶ πολλοὶ εἰσῆλθον εἰς Ῥωμανίαν. καὶ ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς εἰς Ἀρμενίαν ἐκεῖ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ Μαρδαΐτας, χάλκεον τεῖχος διαλύσας». Βλ. επίσης ό.π., σελ. 363, 14-20: «καὶ πέμψας ὁ βασιλεὺς προσελάβετο τοὺς Μαρδαΐτας χιλιάδας ιβ΄, τὴν Ῥωμαϊκὴν δυναστείαν ἀκρωτηριάσας. πᾶσαι γὰρ αἱ νῦν οἰκούμεναι παρὰ τῶν Ἀράβων εἰς τὰ ἄκρα πόλεις ἀπὸ Μοψουεστίας καὶ ἕως τετάρτης Ἀρμενίας ἀνίσχυροι καὶ ἀοίκητοι ἐτύγχανον διὰ τὴν ἔφοδον τῶν Μαρδαϊτῶν· ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν».

5. Η άποψη ότι Μαρδαΐτες είχαν εγκατασταθεί και στην Αντιόχεια της Πισιδίας και τη νήσο Κάρπαθο βασίζεται στο γεγονός ότι το 10ο αιώνα στις περιοχές αυτές στάθμευαν «γαλέες» του θέματος Κιβυρραιωτών και στην υπόθεση ότι ο συγκεκριμένος τύπος πλοίου χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους Μαρδαΐτες, βλ. Makrypoulias, Ch.G., “The Navy in the Works of Constantine Porphyrogenitus”, Graeco-Arabica 6 (1995), σελ. 152-171.

6. Σε αντίθεση με την Ahrweiler-Γλύκατζη, Ε., Byzance et la mer (Paris 1966), σελ. 399-400, ο Άμαντος, Κ., «Μαρδαΐται», Ελληνικά 5 (1932), σελ. 130-136, θεωρεί ότι οι Μαρδαΐτες των δυτικών θεμάτων δεν είχαν σχέση με τους Μαρδαΐτες της Αττάλειας, αλλά ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν και αυτοί ναυτικοί.

Mardaites in Asia Minor
Συγγραφή : Makripoulias Christos (13/12/2005)
Μετάφραση : Velentzas Georgios
Για παραπομπή: Makripoulias Christos, "Mardaites in Asia Minor",
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL:

1. Historical Background

The Mardaïtes first appear in the 7th century, and theories of their origin are divided.1 According to the prevalent view, they are identified with the Djarādjima, who inhabited Mount Amanus or Black Mountain (Arabic: Lukkām) of Syria and the marshy region to the north of Antioch. Their name (plural of Djurdjumānī) derived from either the name of the province of Gurgum, in the region of Germanicia, or from a small town between Aleppo (Halep) and Alexandretta called Djurdjūma, meaning the bastion of the Djarādjima, which the Arabs destroyed in 708, when they suppressed the revolt instigated and supported by the Byzantines.

The Djarādjima were Christians and the jurisdiction of the Patriarchate of Antioch, but they probably followed the doctrine of monophysitism or monotheletism.2 According to Arabic sources, after the Muslims conquered the region of Antioch in 638, the Arabs subdued the Djarādjima, who were then assigned to guard the mountain passes of Amanus and granted exemption from taxation in exchange.

In the mid-660s, the Arabs brought new settlers to the area, because they suspected that the Christian Djarādjima served Byzantine interests. This caused the reaction of the Djarādjima and led to military confrontations, in which Caliph Muwa‘iyah ibn Abi Sufyan, former commander of Syria, won. The Djarādjima replied by invading the cities of Syria and Palestine under Byzantine commanders. It was probably then that they were given the name «Mardaïtes» by the local people, a name that would follow them in Greek sources. The name possibly derived from the Semite word «maridaye», meaning «guerrilla» or «bandit».3 Their conflicts with the Muslims became more serious in the following years, when the Byzantines decided to use them in diversion against the Arabs.

2. The Activitiy of the Mardaïtes in the Middle East

In 671, the Arabs captured Kyzikos, while in the following years, starting from 673, they blockaded the harbours of Constantinople. Thanks to his powerful fleet and the Greek fire, Emperor Constantine IV (668-685) managed to repel the attacks of the Arabian navy. At the same time, the Byzantines took advantage of the difficulties the Arabs were facing and created a diversion in the Middle East. The Mardaïtes, led by Byzantine officers, occupied the Amanus Mountains as far as the outskirts of Jerusalem (possibly in 677). That became their basis for the invasions against Syria and Lebanon, while they were occasionaly joined by slaves and local Christians. Muwa‘iyah was unable to defend his territory effectively, therofore he sent deputies to sign a peace treaty with Emperor Constantine in 678. According to the terms of the treaty, the Byzantines should cease all Mardaïte attacks in Syria and Lebanon.

The Mardaïte revolt ended ten years later. Although he had renewed the peace treaty with the Arabs in 685, Justinian II (685-695, 705-711) wanted to take advantage of the difficulties Caliph Abd al-Malik was facing because of rebellious movements. Therefore, in 688, he urged the Mardaïtes to start raiding the Arab land again, and reinforced them with cavalry. Abd al-Malik was made to sign a new peace treaty with onerous terms, while the Byzantines would withdraw the Mardaïtes from Amanus. Justinian accepted the term, for which he was criticised by later historians.4 The Mardaïtes who remained in Syria were defeated by the Arabs, who eliminated the Byzantine reinforcements. The Mardaïtes of Syria fought on the side of the Arabs in Iraq and joined them again in the Arabian raids against Byzantine territory in the 8th century, while evidence of their presence in Amanus existed until the 10th century.

3. The Resettlement of the Mardaïtes in Byzantine Territories

According to the sources, the Mardaïtes that fled to Byzantine lands amounted to 12,000. However, it is not clear whether all of the refugees or only men eligible for enlistment were included. The Mardaïtes settled in southeastern Asia Minor, particularly in the districts of Pamphylia, Lycia and Cilicia.

In the early 8th century, the military forces of the Byzantine provinces where the Mardaïtes had settled formed the theme of Kibyrrhaiotai, which included all the provincial naval forces of the empire. Within this framework, the Mardaïtes were incorporated into the naval forces of the theme as an autonomous formation based on the capital Attaleia, while they continued to live in other regions as well.5 They were under a Byzantine officer with the rank of katepano, who was directly appointed by the emperor and was independent of the strategos of the theme. The time those reforms took place remains uncertain, but they were probably contemporary with the establishment of the theme. The Mardaïtes of Attaleia became very famous for their seamanship, particularly for their mastery of fast vessels used for scouting missions, as well as for their hatred towards the Arabs of Syria.

Later on (in the 9th century), a part of the Mardaïtes moved to the themes of the Peloponnese, Nicopolis (including the lands of Epiros and Etoloakarnania) and Kephalenia; in those regions they continued to serve as crew members of thematic fleets.6 Towards the late 9th century, the Mardaïtes of the Peloponnese took part in the campaigns in Sicily, while in 911 and 949 a large number of Mardaïtes from the three themes (more than 5000 in the first case, 3000 in the second) participated in the campaigns against the Arabs of Crete.

The Mardaïtes of Attaleia continued to serving as prominent crew members in the fleet of the theme of Kibyrrhaiotai until the second half of the 10th century, but the decline of the fleet of the Kibyrrhaiotai Theme in the 11th century must have affected them. There is no information about their later history; they must have been gradually absorbed by the local people.

4. Consequences of the Mardaïte Presence in Asia Minor

The Mardaïtes played an important role mainly in the strategy employed by the Byzantines against the Arabs in the 7th century, particularly during the first siege of Constantinople: their raids in Lebanon, combined with the naval defeat of the besiegers, actually compelled the Arabs to raise the siege and sign a peace treaty. The repetition of the terms concerning the withdrawal of the Mardaïtes in the following treaties as well as the Arab insistence in 688 that the Mardaïtes should abandon the Black Μountain reveal the size of the threat the central regions of the caliphate were facing from these allies of the Byzantines.

Although the settlement of the Mardaïtes in Byzantine land weakened the offensive policy of Byzantium in the Middle East, it strengthened the naval forces of the empire in southeastern Asia Minor, since the Mardaïtes soon proved their seamanship and significantly reinforced the fleet of the theme of the Kibyrrhaiotai, mainly in scouting and information gathering. The settlement of part of the Mardaïtes in the western themes had similarly positive results for the small fleets of those themes, which were greatly benefited from the seamanship of this people of Syria, particularly in a period when Byzantium was facing the additional threat of the Arabian fleets of the western Mediterranean.

The settlement of the Mardaïtes in Asia Minor and mainland Greece affected the ethnological composition of the population in those regions. According to a document of the Latin sovereigns of Corfu dated 1365, which ratifies an earlier (1246) decree of Michael II, the ruler of Epirus, referring to a «decarhia Mardatorum», while some European travellers of the second half of the 19th century recognised Semite features in several Greek inhabitants of Attaleia, thus implying that they were of Mardaïte origin. According to some scholars, even the Akritic songs preserved the memory of the Mardaïtes, hidden behind the name Maurioritai («Μαυριορίτες»).

1. P.A. Hollingsworth in The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), p. 1297, see entry ‘Mardaites’, considers them of Persian or Armenian origin. M. Canard in The Encyclopedia of Islam2 2 (Leiden – London 1965), pp. 456-458, see entry ‘Djaradjima’, tends to believe that the Mardaites were of Persian origin. Χ. Μπαρτικιάν, ‘Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών’, in Στράτου, Ν.Α. (ed.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Athens 1986), pp. 17-39, formulates the theory that the Mardaites of the 7th century were Mards (Iranian bandits) absorbed by the Armenians, who fought as Byzantine mercenaries and had nothing in common with the Djaradjima or the subsequent Mardaites of Asia Minor. Modern Mardaites of Lebanon claim to be descendants of Mardaites, but this view is contestated by Moosa, M., ‘The Relation of the Maronites of Lebanon to the Mardaites and al-Jarajima’, Speculum 44 (1969), pp. 597-608.

2. Χ. Μπαρτικιάν, ‘Η λύση του αινίγματος των Μαρδαϊτών’, in Στράτου, Ν.Α. (ed.), Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο 1 (Athens 1986), pp. 17-39, believes that they were monophysites, while Κ. Άμαντος, ‘Μαρδαΐται’, Ελληνικά 5 (1932), pp. 130-136, believes that they followed the Orthodox doctrine.

3. Evidence of Mardaites' practicing mainly the guerrilla tactics is a quotation from the Byzantine chronicler Theophanes' work, in de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 397, 17-19. In his text, he describes the activity of the Byzantine forces, which were arrayed on the mountains of Bithynia in order to harass the Arabian forces that were besieging Constantinople in 717-718; their skirmishing raids were similar to those of the Mardaites («δίκην Μαρδαϊτ?ν κρυπτόμενοι», lurking as Mardaites).

4. Theophanes, in his Chronography, in de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), p. 364, 3-5, mentions that with this movement Justinian tore down a «bronze» wall and amputated the Byzantine power: «τούτῳ τῷ ἔτει ἐγένετο λιμὸς ἐν Συρίᾳ· καὶ πολλοὶ εἰσῆλθον εἰς Ῥωμανίαν. καὶ ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς εἰς Ἀρμενίαν ἐκεῖ ἐδέξατο τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ Μαρδαΐτας, χάλκεον τεῖχος διαλύσας». See also as above, p. 363, 14-20: ‘καὶ πέμψας ὁ βασιλεὺς προσελάβετο τοὺς Μαρδαΐτας χιλιάδας ιβ΄, τὴν Ῥωμαϊκὴν δυναστείαν ἀκρωτηριάσας. πᾶσαι γὰρ αἱ νῦν οἰκούμεναι παρὰ τῶν Ἀράβων εἰς τὰ ἄκρα πόλεις ἀπὸ Μοψουεστίας καὶ ἕως τετάρτης Ἀρμενίας ἀνίσχυροι καὶ ἀοίκητοι ἐτύγχανον διὰ τὴν ἔφοδον τῶν Μαρδαϊτῶν· ὧν παρασταλλέντων, πάνδεινα κακὰ πέπονθεν ἡ Ῥωμανία ὑπὸ τῶν Ἀράβων μέχρι τοῦ νῦν».

5. The view that there were Mardaites settled in Antioch of Pisidia and the island of Karpathos as well is based on the fact that, in the 10th century, galeai of the theme of Kibyrrhaiotai were stationed in those regions, as well as on the assumption that this particular type of ship was used exclusively by the Mardaites; see Makrypoulias, Ch.G., ‘The Navy in the Works of Constantine Porphyrogenitus’, Graeco-Arabica 6 (1995), pp. 152-171.

6. Unlike Ahrweiler-Γλύκατζη, Ε., Byzance et la mer (Paris 1966), pp. 399-400, Άμαντος, Κ., ‘Μαρδαΐται’, Ελληνικά 5 (1932), pp. 130-136, believes that the Mardaïtes of the western themes had nothing in common with the Mardaïtes of Attaleia, but took that name because they were seamen too.